ποικιλοδέρμων

ποικιλοδέρμων
-ον, Α
αυτός που έχει παρδαλό δέρμα, αιολόδερμος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -δέρμων (< δέρμα), πρβλ. τραχυ-δέρμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποικιλοδέρμονας — ποικιλοδέρμων piebald masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόδερμος — ον, Μ ποικιλοδέρμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + δερμος (< δέρμα), πρβλ. παχύ δερμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”